«Τον κόσμο δεν τον πείραζε που ο Παύλος δεν ήταν επαγγελματίας με την ευρεία έννοια, που τον έβλεπε χύμα ή να είναι στη ντάγκλα. Τον ήξερε ο κόσμος και δεν τον πείραζε η κατάστασή του. Αυτός ο άνθρωπος, έτσι είναι. Ή το δέχομαι ή σηκώνομαι και φεύγω και πάω και βλέπω τον Πορτοκάλογλου δίπλα, που είναι στην πένα».
Ταγμένος στο Rock. Στα 20 του χρόνια, ο Κυριάκος Δαρίβας έγινε ο ντράμερ της κορυφαίας φυσιογνωμίας του rock’n’ roll στη χώρα μας, του Παύλου Σιδηρόπουλου, ως μέλος του συγκροτήματός του «Οι Απροσάρμοστοι» και έμεινε μαζί του ως το τέλος του. Ο «Πρίγκιπας της Rock» ήταν ένα από τα δύο κεντρικά πρόσωπα της ζωής του. Το άλλο ήταν ο πατέρας του, ο Θρύλος του Ολυμπιακού, Γιώργος Δαρίβας, που είχε τη διορατικότητα να διακρίνει ότι ο γιος του ήταν γεννημένος για ντράμερ, υποστήριξε την επιλογή του δωρίζοντας του τα πρώτα του σετ ντραμς.
Ο Κυριάκος Δαρίβας, δεν είναι ένας ντράμερ, είναι πολύ παραπάνω. Παίζει με το πάθος του αγαπημένου του John Bonham. Εκστασιάζεται πίσω από τα τύμπανα και φτάνει σε ακραίες καταστάσεις, ακόμη και αυτοσαρκασμού. Αυθεντικός τύπος και rock’n’roll περσόνα με μακρά επίσης θητεία στο γκρουπ του Δημήτρη Πουλικάκου. Από τους λίγους ρόκερς που δεν έπαιξαν λαϊκά. Μιλά έξω από τα δόντια, χωρίς περιστροφές και με το ίδιο πάθος που παίζει ντραμς. Κουκακιώτης γέννημα θρέμμα. Τον συνάντησα στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, όπου ζει πολλά χρόνια τώρα. Παρέα μας ήταν δύο γάτες και η μία κόρη του στο skype, από την Ολλανδία. Πάμε κατευθείαν στο ψητό… Ποιος σε έβαλε στη μουσική;
Πέρα από τις εικόνες που είχα στις διάφορες εξόδους με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, ουσιαστικά με έβαλε ένας φίλος από το σχολείο, ο μπασίστας Κώστας Δουληγέρης. Συμμαθητές τότε στην πρώτη ή στη δευτέρα γυμνασίου, με πήγε και μου έδειξε δίσκους σ’ ένα δισκάδικο στο Μοναστηράκι - ένα πολύ μικρό, τέσσερα - πέντε τετραγωνικά επί της Ηφαίστου. Από εκεί αγόρασα τον πρώτο δίσκο, το Tarkus των Emerson Lake and Palmer. Μετά άκουγα δίσκους κι άρχισα να παίζω ντραμς με τις καρέκλες και τις κρεμάστρες…
Κόλλησες δηλαδή με τα τύμπανα από την πρώτη στιγμή…
Ναι και θυμάμαι σε ηλικία 7-8 ετών, πήγα με τους γονείς μου σε ένα κέντρο διασκέδασης στο Κουκάκι και μπαίνοντας μέσα, απ’ όλη την ορχήστρα, κάνω ζουμ στον ντράμερ! Κι όλα τ’ άλλα είναι θολά. Άκουγα κι έβλεπα μόνο τα τύμπανα. Έπαιζε μια λαϊκή ορχήστρα.
Στο σπίτι πώς ήταν τα πράγματα; Είχατε πικάπ και δίσκους; Ακούγατε μουσική;
Πικάπ δεν είχαμε, αλλά έπαιζε το ράδιο. Μιλάμε τώρα εποχή 1967-68. Η μητέρα μου τραγούδαγε, πολύ καλή φωνή. Το ερέθισμα στη μουσική το έπαιρνα από τις οικογενειακές μας εξόδους. Πηγαίναμε σε μαγαζιά πάρα πολύ συχνά, δύο - τρεις φορές τη βδομάδα. Ο πατέρας μου με τον Ολυμπιακό ήταν στα χάι του. Το πρώτο μου κασετοφωνάκι το πήρα σε ηλικία 13 ετών. Ένα Philips. Γράφαμε από το δίσκο στην κασέτα, με μικροφωνάκι… πειρατεία.
Πώς απέκτησες τα πρώτα τύμπανα;
Κλασσικά ο μπαμπάς. Το 1976. Δεκαέξι χρονών. Έβλεπε ότι είχαν χαλάσει στρώματα, καρέκλες, μαξιλάρια, πείστηκε ο άνθρωπος ότι δεν είμαι για τίποτε άλλο και μου πήρε τα Hollywood Meazzi που έκαναν τότε 7.900 δραχμές. Ένα πολύ φτηνό σετάκι, έτσι για να δει εάν θα συνεχίσω. Αλλά ήταν τα πρώτα μου τύμπανα, έρωτας μέγας. Και μετά το 1980, λίγο πριν πάω φαντάρος, μου πήρε τα Gretsch από την αντιπροσωπεία. Ήταν ακριβά αυτά, 80.000 δραχμές. Επαγγελματικά τύμπανα. Πότε «σοβάρεψαν» τα πράγματα στη μουσική;
Όταν ήρθε η φιλία με τον Οδυσσέα Γαλανάκη. Βρήκα δηλαδή ένα κιθαρίστα φίλο μέσα στις παρέες, ταιριάξαμε και σαν χαρακτήρες. Κουκακιώτης ήταν κι ο Οδυσσέας. Το σπίτι του από το σπίτι μου ήταν δεν ήταν 300 μέτρα. Έτσι ξεκινήσαμε να παίζουμε μουσική και στην πορεία μας έβρισκαν ή βρίσκαμε άλλους μουσικούς και παίζαμε. Βρήκαμε τον Δημήτρη το Δρίβα που έπαιζε μπάσο. Κυψελιώτης, αλλά είχαμε κοινές παρέες. Μετά συναντηθήκαμε με τον Βασίλη τον Πετρίδη, τον συγχωρεμένο. Και τον Γιάννη Κόκκινο. Κι έτσι κάναμε το πρώτο γκρουπάκι, τους Scimitar Jensen, όνομα που πήραμε από μια εταιρία αυτοκινήτων στο περιβολάκι, στο Κουκάκι. Παίζαμε Rolling Stones, Bad Company, Black Sabbath, Led Zeppelin, ό,τι γουστάραμε… 1975-76. Στην αρχή σε πολύ ιδιωτικές εμφανίσεις, μπροστά σε καμιά 10αριά άτομα και μετά μόλις πήραμε τα πάνω μας, αρχίσαμε τις εμφανίσεις στις εκδηλώσεις του σχολείου. Το σημείο αναφοράς όλων των σχολείων ήταν η Αίγλη του Ζαππείου. Εκεί που σήμερα πηγαίνουν και τρώνε τα παγωτά τους και πίνουν τα ποτά τους, τότε γινόταν ο χαμός. Είχε κάθε βδομάδα δύο με τρεις σχολικές εκδηλώσεις. Παίζαμε συνέχεια μέχρι το 1980, ώσπου μας βρήκε μέσω ενός κοινού φίλου, του κιθαρίστα Λευτέρη Γεωργίου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Παίζαμε και με τον Λευτέρη μουσική, τζαμάραμε πολλές φορές στο στουντιάκι του Βασίλη Πετρίδη, εκεί που έγιναν όλα με τον Παύλο.
Με τον Παύλο Σιδηρόπουλο πώς έγινε η γνωριμία;
Ο Λευτέρης έμαθε ότι η συνεργασία του Παύλου με τους Σπυριδούλα δεν απέδωσε και μας είπε ότι ψάχνει γκρουπ. Έτσι μας έφερε τον Παύλο, που ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερός μας κι εμείς πιτσιρικάδες, 21 ετών. Ανοίγει την πόρτα ο Λευτέρης κι ακολουθεί ο Παύλος. Ευγενέστατος, όπως ήταν πάντα. Έκατσε και μας άκουσε. Ήταν εκεί ο Οδυσσέας Γαλανάκης κιθάρα, ο Βασιλάκης Πετρίδης δεύτερη κιθάρα κι ο Δημήτρης Δρίβας μπάσο. Του αρέσαμε. Εμείς με τον Οδυσσέα έχουμε πάει σε ανύποπτο χρόνο και τον έχουμε δει με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο Κύτταρο, με Γαργανουράκη, Λιζέτα Νικολάου και ο Παύλος. Τον βλέπω πρώτη φορά, 15 χρονών εγώ και κάθεται και παίζει τύμπανα! Έπαθα πλάκα! Μετά ανέβηκε ο Ρενιέρης στα τύμπανα και εκεί χάθηκε η μπάλα. Η πρώτη μας επαφή με τον Παύλο ήταν που τραγουδούσε τα τραγούδια του Μαρκόπουλου! Και πώς προχώρησε η συνεργασία;
Καθίσαμε και κάναμε τα κομμάτια του. Το δίσκο δηλαδή Εν Λευκώ. Ο Δρίβας δεν ήταν τόσο πατημένος μπασίστας, ας πούμε με μια μουσική έκφραση, ροκ βαρύς για τον Παύλο, που ήθελε κάτι άλλο. Κάτι σαν αυτό που έγινε μετά, ο Αλέκος Αράπης που παίρνει τη θέση του στο γκρουπ. Την ίδια εποχή φεύγω φαντάρος και δοκιμάζουν διάφορους ντράμερ, μεταξύ αυτών τον Τάκη Μακρή, τον Τζίμη Τζιμόπουλο που είχε συνεργαστεί με τον Παύλο λίγο πριν με το γκρουπ του Εταιρεία Καλλιτεχνών και δοκιμάζουν και τον Αλέκο Αράπη που είναι φίλος της παρέας, αλλά δεν τους έκανε ούτε αυτός για ντράμερ. Τότε του λέει ο Οδυσσέας: «Αλέκο, δεν πιάνεις το μπάσο να γουστάρουμε έτσι να παίζουμε». Μια που έπιασε το μπάσο και μια που έγινε ο Αλέκος Αράπης που ξέρουμε! Ένας από τους καλύτερους ροκ μπασίστες, για μένα, στην Ελλάδα. Βρέθηκε και ντράμερ, ο Άκης Σημιριώτης, που έπαιξε στο Εν Λευκώ γιατί ήμουν φαντάρος. Ήταν στο γκρουπ μέχρι το ’82 που απολύθηκα και από το ’83 επέστρεψα. Για να γράψουμε το Εν Λευκώ προηγήθηκε ένας χρόνος προβών. Μόνο πρόβες, δεν παίζαμε live. To Welcome To The Show, το κάναμε πρόβες ένα μήνα. Οριζοντίως, καθέτως, πλαγίως, δεν μας καθόταν με τίποτε.
Το Welcome To The Show δεν υπάρχει στο Εν Λευκώ, ήταν τραγούδι που ακούγαμε όμως σε όλες τις συναυλίες σας. Μπήκε στο Χωρίς Μακιγιάζ, που είναι live δίσκος…
Όχι δεν υπάρχει στο δίσκο, αλλά το είχαμε την εποχή του Εν Λευκώ σαν κομμάτι. Έτσι λοιπόν μετά τις πρόβες, αρχίσαμε τα live τον Οκτώβριο του ’83 στο Κύτταρο μαζί με τους TVC. Κάθε βδομάδα, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Οι TVC πάρα πολύ καλό γκρουπ, με τραγουδιστή τον Κουμπαρούλη. New Wave.
Πώς βγήκε το όνομα Απροσάρμοστοι;
Νονά είναι η μάνα του Παύλου! H κυρία Τζένη. Εκεί που καθόμασταν και δεν είχαμε αποφασίσει για το όνομα, μας είδε η μάνα του και μας λέει «πώς είστε έτσι, σαν απροσάρμοστα»! Κλείδωσε αμέσως το όνομα.
Από την ηχογράφηση του δίσκου Zorba The Freak (1985) σε παραγωγή Δημήτρη Πουλικάκου, με πολλούς καλεσμένους μέσα, όπως ο Πολύτιμος, τι θυμάσαι;
Τα χειρότερα! Είναι μία από τις χειρότερες παραγωγές του ελληνικού ροκ. Αυτό τα λέει όλα, ας μην πούμε λεπτομέρειες. Το ότι βλέπεις τόσους πολλούς μουσικούς, είναι γραμμή Πουλίκα. Πάντα στους δίσκους του ο Πουλικάκος φέρνει πάρα πολύ κόσμο. Ο ήχος που ακούς στο Zorba The Freak δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον ήχο του γκρουπ. Και κάτι ακόμη που συνέβη τότε. Οι Ταξιαρχίες, μόλις ο Τζιμάκος κατάλαβε ότι όλη η ιστορία ήταν αυτός, ξεχώρισε το πράμα… Τζίμης Πανούσης. Μόλις ο Πορτοκάλογλου κατάλαβε ότι όλη η ιστορία ήταν αυτός από τους Φατμέ… Νίκος Πορτοκάλογλου. Δύο τρανά παραδείγματα. Ε, λοιπόν στο τέλος ο Παύλος μετά το Zorba The Freak μας είχε πει ότι δεν θέλει να βγαίνουμε σαν Παύλος Σιδηρόπουλος και οι Απροσάρμοστοι, αλλά σαν Οι Απροσάρμοστοι… Στο Zorba The Freak υπάρχει το τραγούδι «Take The Money And Run» που λέει: «Ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα, δεν είμαι με κανένα…». Αναρωτιόμουν πάντα εάν γράφτηκε για σένα;
Ο Παύλος δεν το έγραψε για μένα, αλλά το είχε συνδυάσει. Το έλεγε πάντα για μένα όταν το έπαιζε στις συναυλίες! Αυτό το κομμάτι είναι αφιερωμένο στο ντράμερ μας! (Γέλια). Δουλεύω στην Υπηρεσία Ασφάλειας της Τράπεζας της Ελλάδας εδώ και 33,5 χρόνια και σε 3 χρόνια παίρνω σύνταξη! Όταν γράφτηκε το κομμάτι αυτό ήμουν στην τράπεζα!
Πώς βίωνες παράλληλα τη δουλειά του σεκιούριτι με εκείνη του ντράμερ σε ένα ροκ συγκρότημα;
Αυτή η μόνιμη δουλειά μου στην τράπεζα, μου έδινε το δικαίωμα και την ελευθερία να κάνω εγώ τις επιλογές μου σε όλη τη σταδιοδρομία μου μέχρι τώρα. Μου έγιναν προτάσεις να παίξω λαϊκά με μεγάλα ονόματα. Δεν πήγα, γιατί δεν είχα ανάγκη να πάω. Είχα την πολυτέλεια δηλαδή να μην πάω να παίξω λαϊκά για να πάρω 50.000 δραχμές τη βραδιά, εκεί που με τον Παύλο παίρναμε 5.000. Έπαιξα με όσους εγώ γούσταρα! Με επέλεξαν μεν, αλλά γούσταρα κι εγώ και πήγα. Αυτό ήταν ένα από καλά που μου έδωσε η τράπεζα να έχω στη ζωή μου. Να κάνω εγώ τις επιλογές μου στη μουσική που είναι η ζωή μου.
Η ελληνική μουσική ήταν πάντα στην άλλη πλευρά για σένα;
Κοίταξε, ο πατέρας μου στο αμάξι έβαζε Πάριο, Καλαντζή, ελαφρολαϊκά ας πούμε. Τα άκουγα μοιραία. Αλλά μόλις άκουσα ροκ μουσική, εκεί ξεκλείδωσα! Ακόμα και τα λαϊκά ακούσματα, ακόμα και τα δύο χρόνια που έπαιξα τζαζ στο Half Note, στο υπόγειο, στη Μιχαλακοπούλου, το ορίτζιναλ του συγχωρεμένου του Σαχπασίδη, με το Νίκο Σαχπασίδη στο κοντραμπάσο και Δημήτρη Παπαναστασίου στο πιάνο, ακόμα κι αυτές οι εμπειρίες οι μικρές, μου φανήκανε χρήσιμες στις ροκ εμπειρίες μου. Θα πεις, δεν μπορούσες να παίξεις ένα σουινγκάκι στον Άλι του Παύλου, εντάξει θα το μάθαινα… αλλά το είχα από το τότε! Τα λαϊκά ακούσματα τα έπαιξα και φαντάρος στη μπάντα του στρατού. Πηγαίνεις στο γήπεδο;
Παλιότερα με τον πατέρα μου πηγαίναμε μαζί στο γήπεδο σχεδόν κάθε Κυριακή. Τελευταία φορά που πήγα στο γήπεδο και στον Ολυμπιακό, είναι επί Λάγιος Ντέταρι, τέλη ’80 που κερδίσαμε 1-0 επί του ΠΑΟΚ, με γκολ του Ντέταρι! Και ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν Ολυμπιακός! Μπορεί να μην πήγαινε στο γήπεδο, αλλά παρακολουθούσε τα νέα και πάντα μιλούσαμε για τα αποτελέσματα του Ολυμπιακού μετά τους αγώνες, στο στούντιο, στις συναυλίες ή στην παρέα κι έλεγε τους κάναμε, τους δείξαμε…
Όταν έγινε η φάση με τη Νέα Γενιά επί ΠΑΣΟΚ συμφωνούσατε με την συνεργασία αυτή στις συναυλίες σας;
Ο Πάνος Ηλιόπουλος που κανόνιζε τα πάντα εκεί στη Νέα Γενιά, αγαπούσε τον Παύλο, αλλά κάποιες κινήσεις του όπως αυτό που έγινε με το δίσκο Τα Blues Του Πρίγκιπα, δεν ήταν τόσο ανιδιοτελείς. Βρέθηκε σ’ ένα σπίτι ο Παύλος με μια κιθάρα και τον ηχογραφεί μ’ ένα κασετοφωνάκι της πλάκας ο Ηλιόπουλος. Και βγαίνει αυτό μετά σε δίσκο. Σε τέτοια πράγματα έκαναν τον Παύλο ότι ήθελαν. Ας πούμε στο Zorba The Freak δεν είχε καθόλου λόγο. Τραγούδαγε, παίζαμε κι ο Πουλίκας από πάνω έκοβε κι έραβε. Με τη Νέα Γενιά παίξαμε σε πάρα πολλές συναυλίες. Και να σου πω κάτι Γιάννη; Γιατί να μην παίξουμε; Να μείνουμε στην απ’ έξω εμείς; Μια ζωή στην απ’ έξω είμαστε…
Τι εννοείς;
Ανάλογα με την αξία του Παύλου δεν παίζαμε τόσο πολύ. Στο Ρόδον ξέρεις πότε παίξαμε; Όταν πέθανε ο Παύλος. Τι άλλο να πω; Στο Ρόδον παίξαμε σαν Απρόσαρμοστοι όταν πέθανε ο Παύλος. Δεν τον βάζανε… Ο πρεζάκιας. Μετά πέθανε και οι εισπράξεις εγγυημένες. Βάλε τα παιδιά να παίξουν. Παίξαμε τρεις - τέσσερεις φορές στο Ρόδον, όλες sold out και κόσμος απ’ έξω. Εντάξει, αλλά εγώ προσωπικά ήθελα να παίξω όσο ζούσε ο Παύλος. Δεν μας φωνάξανε ούτε απ’ έξω να περάσουμε… Μετά το Γιώργο Δημητριάδη, οι Απροσάρμοστοι έψαξαν αντικαταστάτη τραγουδιστή;
Κι ενώ έχουμε τελειώσει τον κύκλο μας ως Απροσάρμοστοι με τραγουδιστή το Γιώργο Δημητριάδη, ο οποίος ακολουθεί τη δική του σόλο καριέρα, ψάχνουμε νέο τραγουδιστή. Θυμάμαι τότε εγώ μια συναυλία του΄86, που έπαιξαν τα Μωρά στη Φωτιά πριν από μας με τον Παύλο κι ότι είχαν ένα πάρα πολύ καλό τραγουδιστή. Ψάχνω να τον βρω μέσω του Κουτσούμπα που είχε τον Αν, μου δίνει ένα τηλέφωνο, και τηλεφωνώ ψάχνοντας τον Σαλβαδόρ, στην ουσία. Στο τηλέφωνο δεν απαντά ο Σαλβαδόρ, αλλά κάποιος Παύλος Παυλίδης. Του συστήνομαι και του λέω ότι ψάχνω τον τραγουδιστή των Μωρών. Μου λέει ότι «δεν είμαι ο τραγουδιστής τους» κι ότι ψάχνω τον Στέλιο προφανώς, «είμαι ο κιθαρίστας τους». Ωστόσο μου λέει ότι έχει κάνει ένα demo που ήταν ο πρώτος δίσκος των Ξύλινων Σπαθιών κι αν θέλουμε να το στείλει να το ακούσουμε. Το στέλνει σε πρωτόλεια στουντιακή μορφή, σε κασέτα, το ακούμε και παρ’ ότι δεν ήταν ακριβώς το classic rock που παίζαμε εμείς, διακρίναμε ωραία στοιχεία. Του τηλεφωνήσαμε λοιπόν και του είπαμε «μέσα!». Πήγαμε λοιπόν στη Θεσσαλονίκη για μια συναυλία και βρεθήκαμε εκεί με τον Παυλίδη και μας είπε ότι τη μέρα που του είπαμε ότι μας άρεσε ο δίσκος και ο ίδιος, πήγε κι έκανε πάρτι με τους φίλους του! Το πράγμα κόλλησε γιατί δεν μπορούσαμε να βρούμε φόρμουλα να έρθει στην Αθήνα. Δεν είχε τα φράγκα να έρθει στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, όπου έμενε και να συντηρήσει ένα σπίτι και κόλλησε εκεί η συνεργασία των Απροσάρμοστων με τον Παύλο Παυλίδη. Αυτό δεν αποδείχθηκε κακό για τον ίδιο γιατί έκανε το δίσκο με τα Ξύλινα Σπαθιά και απογειώθηκε.
Ήταν ευχαριστημένος πιστεύεις με όσα είχε προλάβει να κάνει ο Παύλος;
Σαν δημιουργός που ήταν, θα ‘θελε να κάνει πολλά ακόμη. Αν ζούσε δεν υπήρχε περίπτωση να έχει σταματήσει. Πάντα ζητούσε. Ήταν παθιασμένος με τη μουσική. Όταν ήμασταν στο στούντιο και κάναμε μουσική, πλην ελαχίστων περιπτώσεων που τύχαιναν διάφορα διαλειμματάκια, τύπου ναρκωτικά, ήταν εκεί αφοσιωμένος σε αυτό που κάναμε. Τώρα, όταν έφευγε από εκεί χανόταν η μπάλα. Μπορούσε να πάει να μπλέξει…
Ήταν επαγγελματίας δηλαδή σε αυτό που έκανε πάνω στη μουσική;
Δεν ήταν ο Παύλος αυτό που λέμε επαγγελματίας. Δεν ήταν ένας… Πορτοκάλογλου, άψογος, δηλαδή στην πένα, να μην κάνει μισό λάθος στην εμφάνιση. Δεν έψαχνε με ποιο τρόπο θα φανεί πιο ωραίος. Υπήρχαν live που δεν παίξαμε. Όπως το live στη Ν. Σμύρνη το ’89. Πάμε το μεσημέρι εκεί για sound check. Επειδή έμενα Χαλάνδρι κι εκείνος στα Σχολεία της Γκράβας, γυρίζαμε μαζί. Εκείνη τη μέρα μου είπε ότι θα κάτσει με την παρέα, τους ηχολήπτες δηλαδή. Φεύγουμε και γυρίζουμε το βράδυ κατά τις 9 και βλέπουμε ένα Παύλο με το χαμόγελο στ’ αυτιά. Γελούσε. Πάμε πρώτο κομμάτι Welcome To The Show. Λέει δύο στίχους και κάθεται κάτω. Δύο χιλιάδες κόσμος από κάτω. Πάμε άλλο κομμάτι. Παίξαμε άλλα δύο κομμάτια κι έλεγε μόνο τον πρώτο στίχο. Τον παίρνουμε πίσω στα καμαρίνια, τι καφέδες, τι νερά, τι μπουγέλα. Τι είχε γίνει; Έπινε ούζα! Ήταν η μοναδική φορά που δεν μπόρεσε ο Παύλος να κάνει συναυλία, από ούζα…! Ο κόσμος κάθισε εκεί μιάμιση ώρα και περίμενε. Τον κόσμο δεν τον πείραζε που ο Παύλος δεν ήταν επαγγελματίας με την ευρεία έννοια, που τον έβλεπε χύμα ή να είναι στη ντάγκλα. Τον ήξερε ο κόσμος και δεν τον πείραζε η κατάστασή του. Αυτός ο άνθρωπος, έτσι είναι. Ή το δέχομαι ή σηκώνομαι και φεύγω και πάω και βλέπω τον Πορτοκάλογλου, δίπλα που είναι στην πένα. Στον Μίλωνα όχι έχει κλείσει η φωνή του, δεν μπορεί να βγάλει κουβέντα και το θηρίο είπε εφτά τραγούδια. Ήταν σκύλος. Ήταν εξαρτημένος και ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να γίνει έρμαιο των καταστάσεων. Τηρουμένων των αναλογιών, το ότι δεν έπαιξε στο 20% των συναυλιών, δεν είναι πολύ. Και υπήρξαν συναυλίες που περίμενε ο κόσμος ή τον άκουγε όπως ήταν. Συντάκτης:Γιάννης Αλεξίου ΠΗΓΗ:http://www.ogdoo.gr
Ταγμένος στο Rock. Στα 20 του χρόνια, ο Κυριάκος Δαρίβας έγινε ο ντράμερ της κορυφαίας φυσιογνωμίας του rock’n’ roll στη χώρα μας, του Παύλου Σιδηρόπουλου, ως μέλος του συγκροτήματός του «Οι Απροσάρμοστοι» και έμεινε μαζί του ως το τέλος του. Ο «Πρίγκιπας της Rock» ήταν ένα από τα δύο κεντρικά πρόσωπα της ζωής του. Το άλλο ήταν ο πατέρας του, ο Θρύλος του Ολυμπιακού, Γιώργος Δαρίβας, που είχε τη διορατικότητα να διακρίνει ότι ο γιος του ήταν γεννημένος για ντράμερ, υποστήριξε την επιλογή του δωρίζοντας του τα πρώτα του σετ ντραμς.
Ο Κυριάκος Δαρίβας, δεν είναι ένας ντράμερ, είναι πολύ παραπάνω. Παίζει με το πάθος του αγαπημένου του John Bonham. Εκστασιάζεται πίσω από τα τύμπανα και φτάνει σε ακραίες καταστάσεις, ακόμη και αυτοσαρκασμού. Αυθεντικός τύπος και rock’n’roll περσόνα με μακρά επίσης θητεία στο γκρουπ του Δημήτρη Πουλικάκου. Από τους λίγους ρόκερς που δεν έπαιξαν λαϊκά. Μιλά έξω από τα δόντια, χωρίς περιστροφές και με το ίδιο πάθος που παίζει ντραμς. Κουκακιώτης γέννημα θρέμμα. Τον συνάντησα στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, όπου ζει πολλά χρόνια τώρα. Παρέα μας ήταν δύο γάτες και η μία κόρη του στο skype, από την Ολλανδία. Πάμε κατευθείαν στο ψητό… Ποιος σε έβαλε στη μουσική;
Πέρα από τις εικόνες που είχα στις διάφορες εξόδους με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, ουσιαστικά με έβαλε ένας φίλος από το σχολείο, ο μπασίστας Κώστας Δουληγέρης. Συμμαθητές τότε στην πρώτη ή στη δευτέρα γυμνασίου, με πήγε και μου έδειξε δίσκους σ’ ένα δισκάδικο στο Μοναστηράκι - ένα πολύ μικρό, τέσσερα - πέντε τετραγωνικά επί της Ηφαίστου. Από εκεί αγόρασα τον πρώτο δίσκο, το Tarkus των Emerson Lake and Palmer. Μετά άκουγα δίσκους κι άρχισα να παίζω ντραμς με τις καρέκλες και τις κρεμάστρες…
Κόλλησες δηλαδή με τα τύμπανα από την πρώτη στιγμή…
Ναι και θυμάμαι σε ηλικία 7-8 ετών, πήγα με τους γονείς μου σε ένα κέντρο διασκέδασης στο Κουκάκι και μπαίνοντας μέσα, απ’ όλη την ορχήστρα, κάνω ζουμ στον ντράμερ! Κι όλα τ’ άλλα είναι θολά. Άκουγα κι έβλεπα μόνο τα τύμπανα. Έπαιζε μια λαϊκή ορχήστρα.
Στο σπίτι πώς ήταν τα πράγματα; Είχατε πικάπ και δίσκους; Ακούγατε μουσική;
Πικάπ δεν είχαμε, αλλά έπαιζε το ράδιο. Μιλάμε τώρα εποχή 1967-68. Η μητέρα μου τραγούδαγε, πολύ καλή φωνή. Το ερέθισμα στη μουσική το έπαιρνα από τις οικογενειακές μας εξόδους. Πηγαίναμε σε μαγαζιά πάρα πολύ συχνά, δύο - τρεις φορές τη βδομάδα. Ο πατέρας μου με τον Ολυμπιακό ήταν στα χάι του. Το πρώτο μου κασετοφωνάκι το πήρα σε ηλικία 13 ετών. Ένα Philips. Γράφαμε από το δίσκο στην κασέτα, με μικροφωνάκι… πειρατεία.
Πώς απέκτησες τα πρώτα τύμπανα;
Κλασσικά ο μπαμπάς. Το 1976. Δεκαέξι χρονών. Έβλεπε ότι είχαν χαλάσει στρώματα, καρέκλες, μαξιλάρια, πείστηκε ο άνθρωπος ότι δεν είμαι για τίποτε άλλο και μου πήρε τα Hollywood Meazzi που έκαναν τότε 7.900 δραχμές. Ένα πολύ φτηνό σετάκι, έτσι για να δει εάν θα συνεχίσω. Αλλά ήταν τα πρώτα μου τύμπανα, έρωτας μέγας. Και μετά το 1980, λίγο πριν πάω φαντάρος, μου πήρε τα Gretsch από την αντιπροσωπεία. Ήταν ακριβά αυτά, 80.000 δραχμές. Επαγγελματικά τύμπανα. Πότε «σοβάρεψαν» τα πράγματα στη μουσική;
Όταν ήρθε η φιλία με τον Οδυσσέα Γαλανάκη. Βρήκα δηλαδή ένα κιθαρίστα φίλο μέσα στις παρέες, ταιριάξαμε και σαν χαρακτήρες. Κουκακιώτης ήταν κι ο Οδυσσέας. Το σπίτι του από το σπίτι μου ήταν δεν ήταν 300 μέτρα. Έτσι ξεκινήσαμε να παίζουμε μουσική και στην πορεία μας έβρισκαν ή βρίσκαμε άλλους μουσικούς και παίζαμε. Βρήκαμε τον Δημήτρη το Δρίβα που έπαιζε μπάσο. Κυψελιώτης, αλλά είχαμε κοινές παρέες. Μετά συναντηθήκαμε με τον Βασίλη τον Πετρίδη, τον συγχωρεμένο. Και τον Γιάννη Κόκκινο. Κι έτσι κάναμε το πρώτο γκρουπάκι, τους Scimitar Jensen, όνομα που πήραμε από μια εταιρία αυτοκινήτων στο περιβολάκι, στο Κουκάκι. Παίζαμε Rolling Stones, Bad Company, Black Sabbath, Led Zeppelin, ό,τι γουστάραμε… 1975-76. Στην αρχή σε πολύ ιδιωτικές εμφανίσεις, μπροστά σε καμιά 10αριά άτομα και μετά μόλις πήραμε τα πάνω μας, αρχίσαμε τις εμφανίσεις στις εκδηλώσεις του σχολείου. Το σημείο αναφοράς όλων των σχολείων ήταν η Αίγλη του Ζαππείου. Εκεί που σήμερα πηγαίνουν και τρώνε τα παγωτά τους και πίνουν τα ποτά τους, τότε γινόταν ο χαμός. Είχε κάθε βδομάδα δύο με τρεις σχολικές εκδηλώσεις. Παίζαμε συνέχεια μέχρι το 1980, ώσπου μας βρήκε μέσω ενός κοινού φίλου, του κιθαρίστα Λευτέρη Γεωργίου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Παίζαμε και με τον Λευτέρη μουσική, τζαμάραμε πολλές φορές στο στουντιάκι του Βασίλη Πετρίδη, εκεί που έγιναν όλα με τον Παύλο.
Με τον Παύλο Σιδηρόπουλο πώς έγινε η γνωριμία;
Ο Λευτέρης έμαθε ότι η συνεργασία του Παύλου με τους Σπυριδούλα δεν απέδωσε και μας είπε ότι ψάχνει γκρουπ. Έτσι μας έφερε τον Παύλο, που ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερός μας κι εμείς πιτσιρικάδες, 21 ετών. Ανοίγει την πόρτα ο Λευτέρης κι ακολουθεί ο Παύλος. Ευγενέστατος, όπως ήταν πάντα. Έκατσε και μας άκουσε. Ήταν εκεί ο Οδυσσέας Γαλανάκης κιθάρα, ο Βασιλάκης Πετρίδης δεύτερη κιθάρα κι ο Δημήτρης Δρίβας μπάσο. Του αρέσαμε. Εμείς με τον Οδυσσέα έχουμε πάει σε ανύποπτο χρόνο και τον έχουμε δει με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο Κύτταρο, με Γαργανουράκη, Λιζέτα Νικολάου και ο Παύλος. Τον βλέπω πρώτη φορά, 15 χρονών εγώ και κάθεται και παίζει τύμπανα! Έπαθα πλάκα! Μετά ανέβηκε ο Ρενιέρης στα τύμπανα και εκεί χάθηκε η μπάλα. Η πρώτη μας επαφή με τον Παύλο ήταν που τραγουδούσε τα τραγούδια του Μαρκόπουλου! Και πώς προχώρησε η συνεργασία;
Καθίσαμε και κάναμε τα κομμάτια του. Το δίσκο δηλαδή Εν Λευκώ. Ο Δρίβας δεν ήταν τόσο πατημένος μπασίστας, ας πούμε με μια μουσική έκφραση, ροκ βαρύς για τον Παύλο, που ήθελε κάτι άλλο. Κάτι σαν αυτό που έγινε μετά, ο Αλέκος Αράπης που παίρνει τη θέση του στο γκρουπ. Την ίδια εποχή φεύγω φαντάρος και δοκιμάζουν διάφορους ντράμερ, μεταξύ αυτών τον Τάκη Μακρή, τον Τζίμη Τζιμόπουλο που είχε συνεργαστεί με τον Παύλο λίγο πριν με το γκρουπ του Εταιρεία Καλλιτεχνών και δοκιμάζουν και τον Αλέκο Αράπη που είναι φίλος της παρέας, αλλά δεν τους έκανε ούτε αυτός για ντράμερ. Τότε του λέει ο Οδυσσέας: «Αλέκο, δεν πιάνεις το μπάσο να γουστάρουμε έτσι να παίζουμε». Μια που έπιασε το μπάσο και μια που έγινε ο Αλέκος Αράπης που ξέρουμε! Ένας από τους καλύτερους ροκ μπασίστες, για μένα, στην Ελλάδα. Βρέθηκε και ντράμερ, ο Άκης Σημιριώτης, που έπαιξε στο Εν Λευκώ γιατί ήμουν φαντάρος. Ήταν στο γκρουπ μέχρι το ’82 που απολύθηκα και από το ’83 επέστρεψα. Για να γράψουμε το Εν Λευκώ προηγήθηκε ένας χρόνος προβών. Μόνο πρόβες, δεν παίζαμε live. To Welcome To The Show, το κάναμε πρόβες ένα μήνα. Οριζοντίως, καθέτως, πλαγίως, δεν μας καθόταν με τίποτε.
Το Welcome To The Show δεν υπάρχει στο Εν Λευκώ, ήταν τραγούδι που ακούγαμε όμως σε όλες τις συναυλίες σας. Μπήκε στο Χωρίς Μακιγιάζ, που είναι live δίσκος…
Όχι δεν υπάρχει στο δίσκο, αλλά το είχαμε την εποχή του Εν Λευκώ σαν κομμάτι. Έτσι λοιπόν μετά τις πρόβες, αρχίσαμε τα live τον Οκτώβριο του ’83 στο Κύτταρο μαζί με τους TVC. Κάθε βδομάδα, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Οι TVC πάρα πολύ καλό γκρουπ, με τραγουδιστή τον Κουμπαρούλη. New Wave.
Πώς βγήκε το όνομα Απροσάρμοστοι;
Νονά είναι η μάνα του Παύλου! H κυρία Τζένη. Εκεί που καθόμασταν και δεν είχαμε αποφασίσει για το όνομα, μας είδε η μάνα του και μας λέει «πώς είστε έτσι, σαν απροσάρμοστα»! Κλείδωσε αμέσως το όνομα.
Από την ηχογράφηση του δίσκου Zorba The Freak (1985) σε παραγωγή Δημήτρη Πουλικάκου, με πολλούς καλεσμένους μέσα, όπως ο Πολύτιμος, τι θυμάσαι;
Τα χειρότερα! Είναι μία από τις χειρότερες παραγωγές του ελληνικού ροκ. Αυτό τα λέει όλα, ας μην πούμε λεπτομέρειες. Το ότι βλέπεις τόσους πολλούς μουσικούς, είναι γραμμή Πουλίκα. Πάντα στους δίσκους του ο Πουλικάκος φέρνει πάρα πολύ κόσμο. Ο ήχος που ακούς στο Zorba The Freak δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον ήχο του γκρουπ. Και κάτι ακόμη που συνέβη τότε. Οι Ταξιαρχίες, μόλις ο Τζιμάκος κατάλαβε ότι όλη η ιστορία ήταν αυτός, ξεχώρισε το πράμα… Τζίμης Πανούσης. Μόλις ο Πορτοκάλογλου κατάλαβε ότι όλη η ιστορία ήταν αυτός από τους Φατμέ… Νίκος Πορτοκάλογλου. Δύο τρανά παραδείγματα. Ε, λοιπόν στο τέλος ο Παύλος μετά το Zorba The Freak μας είχε πει ότι δεν θέλει να βγαίνουμε σαν Παύλος Σιδηρόπουλος και οι Απροσάρμοστοι, αλλά σαν Οι Απροσάρμοστοι… Στο Zorba The Freak υπάρχει το τραγούδι «Take The Money And Run» που λέει: «Ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα, δεν είμαι με κανένα…». Αναρωτιόμουν πάντα εάν γράφτηκε για σένα;
Ο Παύλος δεν το έγραψε για μένα, αλλά το είχε συνδυάσει. Το έλεγε πάντα για μένα όταν το έπαιζε στις συναυλίες! Αυτό το κομμάτι είναι αφιερωμένο στο ντράμερ μας! (Γέλια). Δουλεύω στην Υπηρεσία Ασφάλειας της Τράπεζας της Ελλάδας εδώ και 33,5 χρόνια και σε 3 χρόνια παίρνω σύνταξη! Όταν γράφτηκε το κομμάτι αυτό ήμουν στην τράπεζα!
Πώς βίωνες παράλληλα τη δουλειά του σεκιούριτι με εκείνη του ντράμερ σε ένα ροκ συγκρότημα;
Αυτή η μόνιμη δουλειά μου στην τράπεζα, μου έδινε το δικαίωμα και την ελευθερία να κάνω εγώ τις επιλογές μου σε όλη τη σταδιοδρομία μου μέχρι τώρα. Μου έγιναν προτάσεις να παίξω λαϊκά με μεγάλα ονόματα. Δεν πήγα, γιατί δεν είχα ανάγκη να πάω. Είχα την πολυτέλεια δηλαδή να μην πάω να παίξω λαϊκά για να πάρω 50.000 δραχμές τη βραδιά, εκεί που με τον Παύλο παίρναμε 5.000. Έπαιξα με όσους εγώ γούσταρα! Με επέλεξαν μεν, αλλά γούσταρα κι εγώ και πήγα. Αυτό ήταν ένα από καλά που μου έδωσε η τράπεζα να έχω στη ζωή μου. Να κάνω εγώ τις επιλογές μου στη μουσική που είναι η ζωή μου.
Η ελληνική μουσική ήταν πάντα στην άλλη πλευρά για σένα;
Κοίταξε, ο πατέρας μου στο αμάξι έβαζε Πάριο, Καλαντζή, ελαφρολαϊκά ας πούμε. Τα άκουγα μοιραία. Αλλά μόλις άκουσα ροκ μουσική, εκεί ξεκλείδωσα! Ακόμα και τα λαϊκά ακούσματα, ακόμα και τα δύο χρόνια που έπαιξα τζαζ στο Half Note, στο υπόγειο, στη Μιχαλακοπούλου, το ορίτζιναλ του συγχωρεμένου του Σαχπασίδη, με το Νίκο Σαχπασίδη στο κοντραμπάσο και Δημήτρη Παπαναστασίου στο πιάνο, ακόμα κι αυτές οι εμπειρίες οι μικρές, μου φανήκανε χρήσιμες στις ροκ εμπειρίες μου. Θα πεις, δεν μπορούσες να παίξεις ένα σουινγκάκι στον Άλι του Παύλου, εντάξει θα το μάθαινα… αλλά το είχα από το τότε! Τα λαϊκά ακούσματα τα έπαιξα και φαντάρος στη μπάντα του στρατού. Πηγαίνεις στο γήπεδο;
Παλιότερα με τον πατέρα μου πηγαίναμε μαζί στο γήπεδο σχεδόν κάθε Κυριακή. Τελευταία φορά που πήγα στο γήπεδο και στον Ολυμπιακό, είναι επί Λάγιος Ντέταρι, τέλη ’80 που κερδίσαμε 1-0 επί του ΠΑΟΚ, με γκολ του Ντέταρι! Και ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν Ολυμπιακός! Μπορεί να μην πήγαινε στο γήπεδο, αλλά παρακολουθούσε τα νέα και πάντα μιλούσαμε για τα αποτελέσματα του Ολυμπιακού μετά τους αγώνες, στο στούντιο, στις συναυλίες ή στην παρέα κι έλεγε τους κάναμε, τους δείξαμε…
Όταν έγινε η φάση με τη Νέα Γενιά επί ΠΑΣΟΚ συμφωνούσατε με την συνεργασία αυτή στις συναυλίες σας;
Ο Πάνος Ηλιόπουλος που κανόνιζε τα πάντα εκεί στη Νέα Γενιά, αγαπούσε τον Παύλο, αλλά κάποιες κινήσεις του όπως αυτό που έγινε με το δίσκο Τα Blues Του Πρίγκιπα, δεν ήταν τόσο ανιδιοτελείς. Βρέθηκε σ’ ένα σπίτι ο Παύλος με μια κιθάρα και τον ηχογραφεί μ’ ένα κασετοφωνάκι της πλάκας ο Ηλιόπουλος. Και βγαίνει αυτό μετά σε δίσκο. Σε τέτοια πράγματα έκαναν τον Παύλο ότι ήθελαν. Ας πούμε στο Zorba The Freak δεν είχε καθόλου λόγο. Τραγούδαγε, παίζαμε κι ο Πουλίκας από πάνω έκοβε κι έραβε. Με τη Νέα Γενιά παίξαμε σε πάρα πολλές συναυλίες. Και να σου πω κάτι Γιάννη; Γιατί να μην παίξουμε; Να μείνουμε στην απ’ έξω εμείς; Μια ζωή στην απ’ έξω είμαστε…
Τι εννοείς;
Ανάλογα με την αξία του Παύλου δεν παίζαμε τόσο πολύ. Στο Ρόδον ξέρεις πότε παίξαμε; Όταν πέθανε ο Παύλος. Τι άλλο να πω; Στο Ρόδον παίξαμε σαν Απρόσαρμοστοι όταν πέθανε ο Παύλος. Δεν τον βάζανε… Ο πρεζάκιας. Μετά πέθανε και οι εισπράξεις εγγυημένες. Βάλε τα παιδιά να παίξουν. Παίξαμε τρεις - τέσσερεις φορές στο Ρόδον, όλες sold out και κόσμος απ’ έξω. Εντάξει, αλλά εγώ προσωπικά ήθελα να παίξω όσο ζούσε ο Παύλος. Δεν μας φωνάξανε ούτε απ’ έξω να περάσουμε… Μετά το Γιώργο Δημητριάδη, οι Απροσάρμοστοι έψαξαν αντικαταστάτη τραγουδιστή;
Κι ενώ έχουμε τελειώσει τον κύκλο μας ως Απροσάρμοστοι με τραγουδιστή το Γιώργο Δημητριάδη, ο οποίος ακολουθεί τη δική του σόλο καριέρα, ψάχνουμε νέο τραγουδιστή. Θυμάμαι τότε εγώ μια συναυλία του΄86, που έπαιξαν τα Μωρά στη Φωτιά πριν από μας με τον Παύλο κι ότι είχαν ένα πάρα πολύ καλό τραγουδιστή. Ψάχνω να τον βρω μέσω του Κουτσούμπα που είχε τον Αν, μου δίνει ένα τηλέφωνο, και τηλεφωνώ ψάχνοντας τον Σαλβαδόρ, στην ουσία. Στο τηλέφωνο δεν απαντά ο Σαλβαδόρ, αλλά κάποιος Παύλος Παυλίδης. Του συστήνομαι και του λέω ότι ψάχνω τον τραγουδιστή των Μωρών. Μου λέει ότι «δεν είμαι ο τραγουδιστής τους» κι ότι ψάχνω τον Στέλιο προφανώς, «είμαι ο κιθαρίστας τους». Ωστόσο μου λέει ότι έχει κάνει ένα demo που ήταν ο πρώτος δίσκος των Ξύλινων Σπαθιών κι αν θέλουμε να το στείλει να το ακούσουμε. Το στέλνει σε πρωτόλεια στουντιακή μορφή, σε κασέτα, το ακούμε και παρ’ ότι δεν ήταν ακριβώς το classic rock που παίζαμε εμείς, διακρίναμε ωραία στοιχεία. Του τηλεφωνήσαμε λοιπόν και του είπαμε «μέσα!». Πήγαμε λοιπόν στη Θεσσαλονίκη για μια συναυλία και βρεθήκαμε εκεί με τον Παυλίδη και μας είπε ότι τη μέρα που του είπαμε ότι μας άρεσε ο δίσκος και ο ίδιος, πήγε κι έκανε πάρτι με τους φίλους του! Το πράγμα κόλλησε γιατί δεν μπορούσαμε να βρούμε φόρμουλα να έρθει στην Αθήνα. Δεν είχε τα φράγκα να έρθει στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, όπου έμενε και να συντηρήσει ένα σπίτι και κόλλησε εκεί η συνεργασία των Απροσάρμοστων με τον Παύλο Παυλίδη. Αυτό δεν αποδείχθηκε κακό για τον ίδιο γιατί έκανε το δίσκο με τα Ξύλινα Σπαθιά και απογειώθηκε.
Ήταν ευχαριστημένος πιστεύεις με όσα είχε προλάβει να κάνει ο Παύλος;
Σαν δημιουργός που ήταν, θα ‘θελε να κάνει πολλά ακόμη. Αν ζούσε δεν υπήρχε περίπτωση να έχει σταματήσει. Πάντα ζητούσε. Ήταν παθιασμένος με τη μουσική. Όταν ήμασταν στο στούντιο και κάναμε μουσική, πλην ελαχίστων περιπτώσεων που τύχαιναν διάφορα διαλειμματάκια, τύπου ναρκωτικά, ήταν εκεί αφοσιωμένος σε αυτό που κάναμε. Τώρα, όταν έφευγε από εκεί χανόταν η μπάλα. Μπορούσε να πάει να μπλέξει…
Ήταν επαγγελματίας δηλαδή σε αυτό που έκανε πάνω στη μουσική;
Δεν ήταν ο Παύλος αυτό που λέμε επαγγελματίας. Δεν ήταν ένας… Πορτοκάλογλου, άψογος, δηλαδή στην πένα, να μην κάνει μισό λάθος στην εμφάνιση. Δεν έψαχνε με ποιο τρόπο θα φανεί πιο ωραίος. Υπήρχαν live που δεν παίξαμε. Όπως το live στη Ν. Σμύρνη το ’89. Πάμε το μεσημέρι εκεί για sound check. Επειδή έμενα Χαλάνδρι κι εκείνος στα Σχολεία της Γκράβας, γυρίζαμε μαζί. Εκείνη τη μέρα μου είπε ότι θα κάτσει με την παρέα, τους ηχολήπτες δηλαδή. Φεύγουμε και γυρίζουμε το βράδυ κατά τις 9 και βλέπουμε ένα Παύλο με το χαμόγελο στ’ αυτιά. Γελούσε. Πάμε πρώτο κομμάτι Welcome To The Show. Λέει δύο στίχους και κάθεται κάτω. Δύο χιλιάδες κόσμος από κάτω. Πάμε άλλο κομμάτι. Παίξαμε άλλα δύο κομμάτια κι έλεγε μόνο τον πρώτο στίχο. Τον παίρνουμε πίσω στα καμαρίνια, τι καφέδες, τι νερά, τι μπουγέλα. Τι είχε γίνει; Έπινε ούζα! Ήταν η μοναδική φορά που δεν μπόρεσε ο Παύλος να κάνει συναυλία, από ούζα…! Ο κόσμος κάθισε εκεί μιάμιση ώρα και περίμενε. Τον κόσμο δεν τον πείραζε που ο Παύλος δεν ήταν επαγγελματίας με την ευρεία έννοια, που τον έβλεπε χύμα ή να είναι στη ντάγκλα. Τον ήξερε ο κόσμος και δεν τον πείραζε η κατάστασή του. Αυτός ο άνθρωπος, έτσι είναι. Ή το δέχομαι ή σηκώνομαι και φεύγω και πάω και βλέπω τον Πορτοκάλογλου, δίπλα που είναι στην πένα. Στον Μίλωνα όχι έχει κλείσει η φωνή του, δεν μπορεί να βγάλει κουβέντα και το θηρίο είπε εφτά τραγούδια. Ήταν σκύλος. Ήταν εξαρτημένος και ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να γίνει έρμαιο των καταστάσεων. Τηρουμένων των αναλογιών, το ότι δεν έπαιξε στο 20% των συναυλιών, δεν είναι πολύ. Και υπήρξαν συναυλίες που περίμενε ο κόσμος ή τον άκουγε όπως ήταν. Συντάκτης:Γιάννης Αλεξίου ΠΗΓΗ:http://www.ogdoo.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου